- παραβάπτω
- Α1. βάφω κοντά σε κάποιον ή ταυτοχρόνως με κάποιον2. βάφω με νόθο, ψεύτικο, ξεθωριασμένο χρώμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραβάψαι — παραβάπτω dye at the same time aor inf act παραβάψαῑ , παραβάπτω dye at the same time aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβαπτόμενα — παραβάπτω dye at the same time pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέβαψε — παραβάπτω dye at the same time aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
παραβαπτός — ή, όν, Α [παραβάπτω] χρωματισμένος με ψεύτικο, νόθο, ξεθωριασμένο χρώμα, ψευτοβαμμένος, ψεύτικος … Dictionary of Greek